τυγχάνω

τυγχάνω
ΝΜΑ, και τυχαίνω Ν
1. αξιώνομαι να αποκτήσω κάτι, απολαμβάνω κάτι, πετυχαίνω κάτι (α. «έτυχε μεγάλου σεβασμού» β. «έτυχε μεγάλων τιμών» γ. «οἴκτου τυχεῑν», Αισχύλ.
δ. «ἐπιμελείας τυχεῑν», ΚΔ)
2. συναντώ κάποιον τυχαία (α. «τόν έτυχα προχθές στον δρόμο» β. «ἐλθόντες ἔτυχον ὑδρευομένη κόρη», Τζέτζ.
γ. «ἐρωτᾱτε δὲ αὐτοὺς ὁποίων τινῶν ἡμῶν ἔτυχον», Ξεν.)
3. (αμτβ.) α) (για γεγονότα ή καταστάσεις) επέρχομαι, συμβαίνω μοιραία (α. «μού έτυχαν πολλές συμφορές στη ζωή μου» β. «θέλοιμ' ἂν ὡς πλείστοισι πημονὰς τυχεῑν», Αισχύλ.)
β) (στο γ' εν. ως απρόσ.) i) συμβαίνει κατά τύχη (α. «έτυχε να λείπω εκείνη την ημέρα» β. «εἰ οὕτως ἔτυχε», Αριστοτ.)
ii) συμβαίνει να είναι κατά τύχη ή, απλώς, είναι (α. «τυγχάνει φίλος μου» β. «τυγχάνει λαμπρός επιστήμονας» γ. «εἰ... σὺ τυγχάνεις ἐπιστήμων τούτων», Πλάτ.)
γ) βρίσκομαι κάπου κατά τύχη, συμπτωματικά (α. «έτυχα σε μια συγκέντρωση προχθές» β. «πέτρη τετύχηκε διαμπερές ἀμφοτέρωθεν», Ομ. Οδ.)
4. (η αρσ. μτχ. αορ. ως ουσ.) ο τυχών
ο πρώτος τον οποίο συναντά κανείς τυχαία, ο οποιοσδήποτε (α. «παντρεύτηκε τον πρώτο τυχόντα» β. «τοὺς ὑπὸ τῶν τυχόντων αἱρεθέντας», Ξεν.)
5. (το ουδ. μτχ. αορ. β' χωρίς άρθρ. ως επίρρ.) βλ. τυχόν
νεοελλ.
φρ. «εική και ως έτυχε» — χωρίς σκέψη, χωρίς σκοπό, στον βρόντο
μσν.-αρχ.
κατορθώνω, επιτυγχάνω, καταφέρνω
αρχ.
1. σημαδεύω και χτυπώ εύστοχα, ιδίως με όπλο ή πέτρα («Ἀλκμάονα δουρὶ τυχήσας», Ομ. Ιλ.)
2. λαμβάνω κάτι που έχω ζητήσει («δεηθεὶς Κύρου ἐκ τῶν δεσμῶν λυθῆναι ἔτυχε», Ηρόδ.)
3. (σχετικά με λόγο) λέω το σωστό, βρίσκω ή έχω δίκαιο («Δίκαν προσαγορεύομεν τυχόντες καλῶς», Αισχύλ.)
4. έχω αυτήν ή την άλλη τύχη («τῶν ἄλλος μὲν ἀποφθίσθω, ἄλλος δὲ βιώτω, ὅς κε τύχη», Ομ. Ιλ.)
5. (αμτβ.) (για πράξη, ενέργεια ή εγχείρημα) έχω καλή έκβαση, σημειώνω επιτυχία
6. (το ουδ. μτχ. αορ.) α) ως ουσ. οποιοδήποτε πράγμα, οτιδήποτε
β) απόλ. αφού έτυχε, αφού συνέβη κατά τύχη («ἡ δὲ ὄρνις ἡ πρὸ τοῡ Ἕρμωνος πιμελεστέρα, οὕτως, οἶμαι, τυχόν·», Λουκιαν.)
7. συντασσόμενο με μετοχή προσλαμβάνει επιρρηματική σημασία, ενώ η μετοχή δηλώνει την κύρια έννοια και αποδίδεται με ρήμα, λ.χ.: α) «ἔτυχον στρατευόμενοι» — βρίσκονται σε εκστρατεία κατά τύχη (Θουκ.)
β) «θηρητὴρ ἐτύχησε βαλών» — τόν χτύπησε με επιτυχία (Ομ. Ιλ.)
8. φρ. α) «τὸ τυχεῑν» — η νίκη (Πίνδ.)
β) «τὸ ὅπῃ ἔτυχεν» — απλή σύμπτωση (Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. τυ-γ-χ-άνω ανάγεται στην μηδενισμένη βαθμίδα τής ΙΕ ρίζας *dheugh «αγγίζω, πιέζω, αρμέγω, χαρίζω, πετυχαίνω» (βλ. και λ. τεύχω) και εμφανίζει έρρινο επένθημα -γ- και επίθημα -άνω, που εκφράζει το τέλος τής ενέργειας (πρβλ. λαγχάνω, μανθάνω, πυνθάνομαι). Το ρ. τυγχάνω συνδέεται με αρχ. άνω γερμ. toug «είμαι χρήσιμος», tuht «δύναμη» (πρβλ. γερμ. tuchtig «άξιος, ικανός», αγγλ. doughty «ανδρείος, σπουδαίος»), λιθουαν. daūg «πολύ», ρωσ. djužij «ισχυρός, δυνατός». Ο νεοελλ. τ. τυχαίνω έχει σχηματιστεί από τον αόρ. β' έτυχον τού ρ. (πρβλ. λαβ-αίνω < έ-λαβ-ον, αόρ. β' τού λαμβάνω)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • τυγχάνω — happen to be at pres subj act 1st sg τυγχάνω happen to be at pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τυγχάνετον — τυγχάνω happen to be at imperf ind act 2nd dual (epic ionic) τυγχάνω happen to be at pres imperat act 2nd dual τυγχάνω happen to be at pres ind act 3rd dual τυγχάνω happen to be at pres ind act 2nd dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τυγχάνετε — τυγχάνω happen to be at imperf ind act 2nd pl (epic ionic) τυγχάνω happen to be at pres imperat act 2nd pl τυγχάνω happen to be at pres ind act 2nd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τυγχάνῃ — τυγχάνω happen to be at pres subj mp 2nd sg τυγχάνω happen to be at pres ind mp 2nd sg τυγχάνω happen to be at pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τυχήσω — τυγχάνω happen to be at aor subj act 1st sg (epic) τυγχάνω happen to be at fut ind act 1st sg (epic) τυγχάνω happen to be at aor ind mid 2nd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τυχήσῃ — τυγχάνω happen to be at aor subj mid 2nd sg (epic) τυγχάνω happen to be at aor subj act 3rd sg (epic) τυγχάνω happen to be at fut ind mid 2nd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετυχηκότα — τυγχάνω happen to be at perf part act neut nom/voc/acc pl τυγχάνω happen to be at perf part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετύχηκε — τυγχάνω happen to be at perf imperat act 2nd sg τυγχάνω happen to be at perf ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετύχηκεν — τυγχάνω happen to be at perf ind act 3rd sg τυγχάνω happen to be at plup ind act 3rd pl (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τυγχανόντων — τυγχάνω happen to be at pres part act masc/neut gen pl τυγχάνω happen to be at pres imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”